Κώδικας και Επιτροπή Δεοντολογίας

Α’. ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΟΥ Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ:

Τα υπηρετούντα μέλη Ε.Π., Ε.Ε.Π. και Ε.Τ.Π., καθώς και τα μέλη του λοιπού Βοηθητικού και Έκτακτου Διδακτικού-Εκπαιδευτικού Προσωπικού, οι Ομότιμοι και οι Επίτιμοι Καθηγητές, οι προπτυχιακοί φοιτητές και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές, και το βάσει γενικών ή ειδικών διατάξεων κάθε κατηγορίας Διοικητικό Προσωπικό του Τ.Ε.Ι. Κρήτης (Ίδρυμα), ως μέλη της Ακαδημαϊκής Κοινότητας, δεσμεύονται από τους ακόλουθους Κανόνες Ακαδημαϊκής Δεοντολογίας:

α) Μεριμνούν με τον ενδεδειγμένο τρόπο, ώστε να διατηρείται υψηλό το επίπεδο της έρευνας και της διδασκαλίας.

β) Σέβονται την ακαδημαϊκή ελευθερία και διαπνέονται από πνεύμα συνεργασίας.

γ) Δεν ενσωματώνουν στις σημειώσεις, τα βιβλία τους, τις εκπονούμενες πτυχιακές ή άλλες εργασίες τους, αυτούσια κείμενα, δεδομένα, ή άλλα στοιχεία χωρίς αναφορά των πηγών τους και χωρίς την συγκατάθεσή του αρχικού συγγραφέα.

δ) Υποστηρίζουν τις τυχόν αντίθετες απόψεις τους χωρίς φανατισμό, προσωπική αντιδικία ή ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς, αλλά με ψυχραιμία και σοβαρότητα. Γενικά λειτουργούν σύμφωνα με όσα προβλέπονται στους νόμους και τις ειδικές διατάξεις καθώς και την ακαδημαϊκή δεοντολογία, έχοντας πάντοτε υπόψη τους το καλώς νοούμενο συμφέρον του Ιδρύματος, της εκπαίδευσης, των φοιτητών και των ιδίων και ευρύτερα του κοινωνικού συνόλου. Συνεκτιμούν τις επιπτώσεις των ενεργειών τους στο Ίδρυμα και δέχονται να οδηγούνται οι εντάσεις και διαφωνίες στα όργανα, κατά ιεραρχική σειρά, για εκτόνωση και συναδελφικό διακανονισμό.

ε) Δεν παρακωλύουν αμέσως ή εμμέσως άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας από την άσκηση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων τους.

στ) Χρησιμοποιούν τους χώρους, εγκαταστάσεις και υποδομές του Ιδρύματος με τρόπο που συνάδει με τον προορισμό τους και τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία τους,

ζ) Η συνολική συμπεριφορά τους εντός και εκτός του ιδρύματος είναι ανάλογη της ιδιότητάς τους και δεν εκμεταλλεύονται με κακόβουλο τρόπο τον επιστημονικό τίτλο, αξίωμα ή θέση που φέρουν εντός ή εκτός του ιδρύματος.

η) Δεν κάνουν χρήση οποιασδήποτε μορφής βίας ή απειλής στον Ακαδημαϊκό χώρο.

θ) Ασκούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία και εχεμύθεια.

ι) Σέβονται την αρχή της ισότητας και ίσης μεταχείρισης, αποφεύγοντας κάθε ενέργεια που συνεπάγεται διάκριση και δεν παραβιάζουν διατάξεις για την προστασία προσωπικών δεδομένων.

ια) Ειδικότερα, οι ασχολούμενοι με έρευνα έχουν επιπλέον υποχρέωση:

  • Να προάγουν τον επιστημονικό διάλογο, να διαπνέονται από πνεύμα συνεργασίας και να συμβάλλουν στην προώθηση της συλλογικής έρευνας.
  • Να σέβονται τους γενικούς και ειδικούς κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας και να μην ενσωματώνουν στις γραπτές ή προφορικές εργασίες τους, αυτούσια κείμενα, δεδομένα, ή άλλα στοιχεία από εργασίες συναδέλφων τους χωρίς ρητή αναφορά του αρχικού συγγραφέα και χωρίς την αποδεδειγμένη συγκατάθεσή του. Να αναγνωρίζουν δε και να αποτυπώνουν με ακρίβεια την ατομική συμβολή κάθε ερευνητή σε κοινές εργασίες.
  • Να αναγνωρίζουν και να αποτυπώνουν με ακρίβεια, τη συμβολή των ερευνητών κατά τη διάρκεια παρουσιάσεων του συλλογικού ερευνητικού έργου της Σχολής, του Τμήματος, του Τομέα, του Εργαστηρίου ή μιας Ερευνητικής ομάδας.
  • Να βοηθούν και να καθοδηγούν τους νεώτερους προάγοντας το έργο του ιδρύματος, την επιστήμη και την τεχνολογία.
  • Να εξασφαλίζουν τις τυχόν απαιτούμενες άδειες για την διεξαγωγή μιας έρευνας.
  • Να αρνούνται τη συμμετοχή σε ερευνητικές δραστηριότητες, για τις οποίες υπάρχει στο πρόσωπό τους σύγκρουση συμφερόντων, η οποία θα παρεμπόδιζε την αμερόληπτη διεξαγωγή της έρευνας.
  • Να διεξάγουν την έρευνα με συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης.
  • Να δημοσιοποιούν τις πηγές χρηματοδότησης της έρευνας.
  • Να τηρούν αρχεία.
  • Να εξασφαλίζουν τη συναίνεση, την προστασία των προσωπικών δεδομένων και το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων των ατόμων, τα οποία πιθανόν μετέχουν ως υποκείμενα της έρευνας.
  • Να ακολουθούν τις παγκόσμια αποδεκτές πρακτικές όταν η έρευνα εκπονείται με εφαρμογή σε έμβια όντα.

Τα όργανα του Ιδρύματος οφείλουν να συμπαρίστανται στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας με κάθε δυνατό τρόπο, τόσο υλικά όσο και ηθικά, σε δύσκολες στιγμές που αυτά αντιμετωπίζουν ως κοινωνικά άτομα και επιστήμονες. Άρνηση συμπαράστασης δικαιολογείται, όταν κατά την κρίση μονομελούς ή συλλογικού οργάνου διοίκησης το μέλος ενήργησε κατά τρόπο που δεν είναι συμβατός με το λειτούργημά του ή θίγει το κύρος του Ιδρύματος.

Β’. ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ:

  1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας (Ε.Δ.) του Τ.Ε.Ι. Κρήτης έχει ως έργο τη διασφάλιση της τήρησης και εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας εκ μέρους όλων των μελών του Ιδρύματος. Είναι αρμόδια για τη διαπίστωση της παράβασης των κανόνων δεοντολογίας και για τη σύνταξη γενικής ετήσιας έκθεσης ως προς την τήρηση και εφαρμογή ή την ανάγκη αναθεώρησης των κανόνων δεοντολογίας, η οποία υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Ιδρύματος στην αρχή κάθε ακαδημαϊκού έτους.
  2. Η Ε.Δ. επιλαμβάνεται θεμάτων, προκειμένου να διαπιστώσει την παραβίαση των κανόνων του κώδικα δεοντολογίας, ύστερα από έγγραφη αναφορά μέλους της Κοινότητας ή οργάνου του Ιδρύματος.
  3. Η Ε.Δ. δικαιούται απολύτως να ασκεί παρέμβαση αν υπάρχει διατάραξη σχέσεων σε μία ακαδημαϊκή μονάδα, για να προστατεύσει την εκπαιδευτική διαδικασία και το κύρος του Ιδρύματος και των μελών του και να απαιτήσει την τήρηση του γράμματος και του πνεύματος των κανόνων του κώδικα δεοντολογίας. Αν οι προτάσεις της δεν γίνουν εμπράκτως αποδεκτές από τα εμπλεκόμενα μέλη, η Ε.Δ. μπορεί να ζητήσει από τα όργανα διοίκησης του Ιδρύματος να ασκήσουν την πειθαρχική τους δικαιοδοσία.
  4. Αν η παραβίαση κανόνων ακαδημαϊκής δεοντολογίας συνιστά ταυτοχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα, τα όργανα διοίκησης του Ιδρύματος μπορούν να ασκήσουν την πειθαρχική τους δικαιοδοσία, ανεξάρτητα ή παράλληλα από την πιθανή παραπομπή του θέματος στην Ε.Δ.
  5. Η Ε.Δ. αναλαμβάνει, κατά την κρίση της, να αποκαταστήσει την υπόληψη και τη φήμη οποιουδήποτε μέλους της Ακαδημαϊκής Κοινότητας, εναντίον του οποίου κινήθηκε η διαδικασία παραπομπής ενώπιόν της, εφόσον δεν κρίθηκε μεν σκόπιμη η διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας ή εκδόθηκε τελικώς αρνητική απόφαση της Επιτροπής, πλην όμως η διαδικασία δημοσιοποιήθηκε ευρέως και πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης του ενδιαφερομένου ή του Ιδρύματος.

Γ’. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ:

  1. Η Ε.Δ. επιλαμβάνεται θεμάτων, προκειμένου να διαπιστώσει την παραβίαση των κανόνων του κώδικα δεοντολογίας, ύστερα από έγγραφη αναφορά μέλους της Κοινότητας του Τ.Ε.Ι. Κρήτης ή οργάνου του Ιδρύματος. Η αναφορά, η οποία πρέπει να διαθέτει σαφήνεια στην έκθεση του θέματος, να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και να αναφέρεται σε ικανά αποδεικτικά στοιχεία, κατατίθεται στο γενικό πρωτόκολλο του Ιδρύματος και παραδίδεται στον Πρόεδρο της Επιτροπής. Αν υπάρχει κάποια ασάφεια στην αναφορά, η Επιτροπή ζητά εξηγήσεις/διευκρινήσεις εντός συγκεκριμένης προθεσμίας που η ίδια θέτει. Εν αντιθέσει, αν η αναφορά είναι ατεκμηρίωτη η Ε.Δ. δεν υποχρεούται να την εξετάσει, ούτε και να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις.
  2. Η Ε.Δ. μπορεί να δράσει και αυτεπάγγελτα σε περίπτωση που υποπέσει στην αντίληψη ενός ή περισσοτέρων μελών της η τέλεση κάποιου σοβαρού παραπτώματος από μέλος της Ακαδημαϊκής Κοινότητας του Ιδρύματος. Όμως, σε κάθε τέτοια περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει έγγραφη αναφορά, η Ε.Δ. δεν φέρει ευθύνη για πιθανή μη εξέταση του θέματος.
  3. Για κάθε υπόθεση, ο Πρόεδρος της Ε.Δ. μπορεί να ορίσει έναν εισηγητή από τα μέλη της Επιτροπής, ο οποίος διερευνά την υπόθεση και ενημερώνει τον Πρόεδρο για τα ευρήματά του. Εφόσον υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις παράβασης των κανόνων δεοντολογίας, ο Πρόεδρος ορίζει συνάντηση της Ε.Δ. κατά την οποία συζητείται το θέμα και αποφασίζεται κατά πλειοψηφία η διεξαγωγή ή όχι ακροαματικής διαδικασίας, καθώς και ποιοί μάρτυρες θα κληθούν εκ μέρους της Επιτροπής. Επίσης, κατά τη συνάντηση αυτή ορίζεται ρητή ημέρα και ώρα για τη διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, στην οποία καλείται κάθε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας ως προς το οποίο τίθεται ζήτημα παράβασης των κανόνων ακαδημαϊκής δεοντολογίας. Η σχετική κλήση κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερόμενους τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν τη διενέργεια της ακροαματικής διαδικασίας και πρέπει να μνημονεύει συνοπτικά τον κανόνα που φέρεται να παραβιάστηκε και τα σχετικά πραγματικά γεγονότα. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να προσέλθει αυτοπροσώπως και να εκθέσει τις απόψεις του ή/και να καταθέσει υπόμνημα. Στην ακροαματική διαδικασία η Ε.Δ. και ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να προσκαλέσουν έως τρεις (3) μάρτυρες έκαστος για την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Οι μάρτυρες κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο και στην Επιτροπή τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν την ακροαματική διαδικασία, καλούνται δε εγγράφως από την Επιτροπή τουλάχιστον δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν από αυτή. Μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, η Επιτροπή διαπιστώνει αιτιολογημένα την ύπαρξη ή την ανυπαρξία παράβασης των Κανόνων Δεοντολογίας.
  4. Η άρνηση του ενδιαφερόμενου να προσέλθει στην Ε.Δ. ή να καταθέσει υπόμνημα με τις θέσεις του αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
  5. Στις συνεδριάσεις της Ε.Δ. μετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, υπάλληλος από το Τμήμα Συλλογικών και Ατομικών Οργάνων και Επιτροπών του Τ.Ε.Ι. Κρήτης, ο οποίος τηρεί και τα πρακτικά των συνεδριάσεών της.
  6. Η απόφαση της Ε.Δ. κοινοποιείται εγγράφως α) στον καταγγέλλοντα, β) στον καταγγελλόμενο και γ) στον Πρόεδρο του Ιδρύματος για τα περαιτέρω. Ο τελευταίος κρίνει αν είναι σκόπιμο η απόφαση να κοινοποιηθεί και στην κοινότητα του Ιδρύματος.